- ὑμνάοιδος
- ὑμνάοιδοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υμνάοιδος — ὁ, Α βλ. υμνωδός … Dictionary of Greek
υμνωδός — ο, η / ὑμνῳδός, όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους νεοελλ. 1. αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, υμνογράφος, ψαλμωδός·2. εγκωμιαστής αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑμνῳδοί άτομα που έψαλλαν ύμνους και… … Dictionary of Greek